ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ


Κατά τους πρώτους αποστολικούς χρόνους οι χριστιανοί χρησιμοποιούσαν τη ζωγραφική για λατρευτικούς λόγους. Άρχισαν λοιπόν να διακοσμούν τους ναούς και τους τάφους τους ζωγραφίζοντας ζώα και πτηνά τα λεγόμενα “σύμβολα”.

Κατά τον τρίτο αιώνα άρχισαν να χρησιμοποιούν άγιες μορφές (Χριστού Θεοτόκου και Αποστόλων) και αργότερα παραστάσεις από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Εκείνη την εποχή ιδιαίτερη επιτυχία και λαμπρότητα παρουσίαζαν τα ψηφιδωτά (Βασιλικής Αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη 5ος αιώνας) και η περίφημη εγκαυστική τεχνική (Μονή Σινά, φορητές εικόνες, 5ος αιώνας).

Η αρχή της εικονομαχίας οφειλόταν στην εντολή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ’ (726) απαγορεύοντας την προσκύνηση των εικόνων και παράλληλα διέταξε την καταστροφή τους. Η διαταγή αυτή προκάλεσε στάση και αιματοχυσία.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός με πολλά συγγράμματά του αντέκρουσε τα επιχειρήματα των εικονομάχων και απέδειξε ότι η εικόνα δεν ταυτίζεται “κατ’ουσίαν” προς το πρωτότυπο. Επομένως δεν προσκυνούμε την εικόνα αλλά τον εικονιζόμενο.

Μετά το θάνατο του Λέοντα (741) ο γαμπρός του Αρτάβαζος αναστήλωσε τις εικόνες, εκθρονίστηκε όμως από το νόμιμο διάδοχό Κωνσταντίνο Ε (741-755) ο οποίος συνέχισε το έργο του πατέρα του. Συγκάλεσε σε σύνοδο, που ονομάσθηκε Οικουμενική Σύνοδος το 745, με 338 επισκόπους οι οποίοι ομόφωνα καταδίκασαν την προσκύνηση των εικόνων σε ειδωλολατρεία.

Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια (787) ακύρωσε τις αποφάσεις της εικονομαχικής συνόδου αναστηλώνοντας πανηγυρικά την προσκύνηση των εικόνων.

Η εκκλησία αναλαμβάνει να κατευθύνει την αγιογραφία δημιουργώνατας τρεις εικονογραφικούς κύκλους, τον δογματικό, τον ιστορικό και τον λειτουργικό.

Τα θέματα ιστορούνται σε καθορισμένη θέση στο ναό κάτι που θα αποβεί κανόνας στη Βυζαντινή αγιογραφία.

Η εικόνα είναι τέχνη ιερή και λειτουργική. Παριστάνει Άγια Πρόσωπα και Άγιες Υποθέσεις. Είναι αδύνατο να υποθέσουμε την παραμικρή λειτουργική πράξη στην εκκλησία χωρίς την εικόνα.

Η εικονομαχία έληξε οριστικά με τη σύνοδο που έγινε το 843 στην Κωνσταντινούπολη όταν βασίλευε η Θεοδώρα. Μετά την εικονομαχία υπάρχει ραγδαία ανάπτυξη της αγιογραφίας. Η Κωνσταντινούπολη ήταν αποδέκτης όλων των ανατολικών καλλιτεχνικών ρευμάτων, συγχωνεύοντας στοιχεία με τον ελληνικό χαρακτήρα και πολιτισμό, βάζοντας έτσι τη σφραγίδα στο εξής σαν Βυζαντινή τέχνη, έτσι η εικόνα ξεχωρίζει από τα είδη ζωγραφικής.

Με τον όρο Βυζαντινή ζωγραφική εννοούμε τη χριστιανική κυρίως τέχνη που επικράτησε μέσα στα γεωγραφικά όρια του Βυζαντινού κράτους, αλλά και έξω από αυτά, κατά τη διάρκεια των ένδεκα αιώνων ζωής του.

Τα χρονολογικά όρια που οριοθετούν την αρχή και το τέλος της Βυζαντινής αγιογραφίας είναι το 330, έτος της ίδρυσης της Κωνσταντινούπολης, της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, μέχρι και την άλωσή της από τους Τούρκους το 1453.

Πρώτος ο Millet αναφέρει το χωρισμό της Βυζαντινής τέχνης σε δύο σχολές. Ο χωρισμός αυτός φανερώνει δύο διαφορετικούς τρόπους ζωγραφικής.

Πρώτη σχολή δημιουργείται η Μακεδονική που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αναπτύχθηκε στην Θεσσαλονίκη και διαδόθηκε στη Μακεδονία και τη Σερβία. Έχει ένταση, κίνηση και πλούσια χρωματολογία. Έχει πλατειά φωτίσματα γι’ αυτό την ονομάζουν «Πλατειά Τεχνοτροπία». Ένας από τους κυριότερους εκφραστές της είναι ο Εμμανουήλ Πανσέληνος.

Αντίθετα με τη Μακεδονική, η Κρητική Σχολή αναπτύχθηκε στην Κρήτη (Χάνδακα), στα τέλη του 14ου αιώνα και από εκεί διαδόθηκε σε άλλα μέρη. Με χαρακτηριστικά τις συγκρατημένες κινήσεις, τη λιτότητα, την ευγένεια των προσώπων, τα φωτίσματα και τα γραψίματα πιο στενά, τους προπλασμούς πιο σκούρους.

Το φως είναι λιγοστό και μοιάζει να πηγάζει από κάποιο βάθος.

Η τέχνη πλέον άρχισε να αποκτά πιο ασκητικό χαρακτήρα. Ο 15ος και 16ος αιώνας αποτελεί την κορυφαία στιγμή της αγιογραφίας. Εκπρόσωποςτης Κρητικής Σχολής είναι ο Θεοφάνης ο Κρης.

Το 18ο και 19ο αιώνα άνθισε η λαϊκή τέχνη. Οι μορφές άρχισαν να εικονίζονται με απλά σχήματα, τα χρώματα πιο σκοτεινά και γενικά η ποιότητα είναι υποδιαίστερη των προηγούμενων αιώνων. Η Βυζαντινή Τέχνη σχεδόν εξαφανίσθηκε και επικράτησε η ζωγραφική της Δύσης, μέχρι το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα που ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά προσπάθησε (περίπου το 1700μχ) αλλά με χωρίς αποτέλεσμα να επαναφέρει τη Βυζαντινή Τέχνη. Ακόμη και στο Άγιο Όρος χρησιμοποιούσαν τη δυτική τεχνοτροπία. Το 1940-1950 ο Φώτης Κόντογλου με υπεράνθρωπους αγώνες κατάφερε να ξαναφέρει στο φως την τέχνη της Βυζαντινής αγιογραφίας και να καλλιεργήσει ένα κλίμα αναβιώσεως της ζωγραφικής παράδοσης.

Οι σύγχρονοι καλλιτέχνες κατέχοντας πλέον την απαραίτητη γνώση, μπορούν και πρέπει, κατά χρέος να αποβούν οι θεματοφύλακες και να αναδειχθούν οι δημιουργικά συνεχιστές της μακραίωνης παράδοσης, που ονομάζεται ορθόδοξη αγιογραφία.